αὐτίχ'

αὐτίχ'
αὐτίκα , αὐτίκα
forthwith
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ετοιμάζω — (ΑΜ ἑτοιμάζω) [έτοιμος] 1. ενεργ. κάνω κάποιον ή κάτι έτοιμο, ετοιμάζω, παρασκευάζω, αποτελειώνω, καταρτίζω («ἐμοὶ γέρας αὐτίχ ἑτοιμάσατ », Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ετοιμάζομαι α) παρασκευάζομαι να κάνω κάτι, προετοιμάζομαι, καθίσταμαι έτοιμος i.… …   Dictionary of Greek

  • μάρπτω — (Α) 1. συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω (α. «μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ ἄντυγος», Ευρ. β. «αὐτίχ ἕνα μάρψας ἑτάρων», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω, χτυπώ («μάρψω δ αὖ τόξοις», Ευρ.) 3. (για ψήφο) καταδικάζω («εἴ σε μάρψει ψῆφος», Αισχύλ.) 4. (για ύπνο) καταλαμβάνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”